ταριχηΐη

ταριχηΐη
τᾰρῑχ-ηΐη, ,
A preserving, pickling, in pl.,

εἰς ταριχείας φαῦλοι Arist.HA607b28

, cf. Mete.359a16: sg., γογγυλίδας εἰς τ. POxy. 736.5 (i A.D.), cf. Gal.6.745.
2 mummification, PEleph.8.8 (iii B.C.), POxy.40.9 (ii A.D.).
3 maceration, Olymp.Alch.p.69B., al.
II Ταριχεῖαι prob. factories for salting fish, Hdt.2.15,113, Str.3.1.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταριχηίας — ταρῑχηΐᾱς , ταριχεία fem acc pl (ionic) ταρῑχηΐᾱς , ταριχεία fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ταριχηίᾱς , ταριχηίη preserving fem acc pl ταριχηίᾱς , ταριχηίη preserving fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχεία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταριχηΐη Α [ταριχεύω] 1. (κυρίως σχετικά με ψάρια) ταρίχευση, πάστωμα 2. διατήρηση σώματος νεκρού από τη σήψη με κατάλληλα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσάμωμα αρχ. 1. διαβροχή, μούσκεμα 2. στον πληθ. αἱ ταριχεῑαι α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”